- προτερικόν
- προτερ-ικόν, τό,A prior claim, BGU820.20 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτερικόν — τὸ, Α [πρότερος] η προηγούμενη απαίτηση ή αξίωση («ἐγὼ γὰρ ἔχω τὸ προτερικόν, ἐπεὶ γὰρ καὶ γείτων αὐτοῡ εἰμι», πάπ.) … Dictionary of Greek